Αγιολογικά

Χρυσόστομος Σμύρνης, Άγιος

Γεννήθηκε στην Τριγλία της Προποντίδας το 1867. Σπούδασε στη θεολογική Σχολή Χάλκης μεταξύ του 1884 και του 1891 και υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ο όποιος το 1897 αναδείχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης ως Κωνσταντίνος Ε'. Χρημάτισε πρωτοσύγκελος της Μεγάλης Εκκλησίας και το 1902 χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' μητροπολίτης Δράμας. Οι αγώνες του εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας και οι ενέργειές του για την τόνωση του εθνικού φρονήματος ενόχλησαν την Υψηλή Πύλη, η οποία το 1907 αξίωσε από το Πατριαρχείο την άμεση ανάκληση του. Αποσύρθηκε στην Τριγλία με την ελπίδα της επιστροφής στην μητρόπολη Δράμας, κάτι που συνέβη το 1908 με την ψήφιση του νέου τουρκικού συντάγματος. Η υποδοχή που του επιφύλαξε ο λαός της Δράμας συνδέθηκε με την έξαρση του εθνικού αγώνα γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε από την Υψηλή Πύλη επικίνδυνος για την δημόσια τάξη. Ανακλήθηκε εκ νέου από την μητρόπολη Δράμας τον Ιανουαρίο του 1909 και αποσύρθηκε πάλι στην Τριγλία μέχρι την μετάθεση του στην μητρόπολη Σμύρνης, στις 11 Μαρτίου του 1910. Εκεί συνέχισε τους εθνικούς του αγώνες. Οι τουρκικές αρχές της περιοχής θορυβήθηκαν και πέτυχαν την απομάκρυνση του από την μητρόπολη Σμύρνης, στην οποία επέστρεψε μετά την ανακωχή του Μούνδρου το 1918. Με την κατάρρευση του μικρασιάτικου μετώπου τον Αύγουστο του 1922 ο άγιος βρέθηκε σε δεινή θέση. Αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία και με την εισβολή των Τούρκων στην Σμύρνη αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον λαό του, παρά την πίεση των προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στις 27 Αυγούστου του 1922 συνελήφθη από τον Τούρκο φρούραρχο της πόλης Νουρεντίν πασά, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αγίας Φωτεινής, και παραδόθηκε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο. Έπειτα από φρικτά βασανιστήρια βρήκε μαρτυρικό θάνατο.